- ἐνεχυριάζει
- ἐνεχυριάζωpres ind mp 2nd sgἐνεχυριάζωpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενεχυραστής — ἐνεχυραστής, ο (Α) 1. αυτός που ενεχυριάζει 2. αυτός που ενεργεί κατάσχεση … Dictionary of Greek